μεγάλαρτος

μεγάλαρτος
μεγᾰλ-αρτος, ον, epith. of Demeter in Boeotia, Polem. Hist. 39.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεγάλαρτος — μεγάλαρτος, ον (Α) το θηλ. επίθετο τής Δήμητρος στη Βοιωτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ἄρτος] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλάρτου — μεγάλαρτος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Megalartos — MEGALARTOS, i, Gr. Μεγάλαρτος, ου, ein Beynamen der Ceres, unter dem sie zu Scolos in Böotien verehret wurde, und ihn von μέγας, groß, und ἄρτος, das Brodt, hatte, weil man daselbst gar sonderbar große Brodte verfertigte. Eustath. ad Hom. Il. Β.… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλάρτια — μεγαλάρτια, τὰ (Α) [μεγάλαρτος] η εορτή τών μεγάλων άρτων, την οποία οι Δήλιοι γιόρταζαν προς τιμήν τής Δήμητρος …   Dictionary of Greek

  • μεγαλάρτιος — μεγαλάρτιος, ὁ (Α) [μεγάλαρτος] ονομασία μήνα στον Άλο τής Θεσσαλίας …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόμαζος — μεγαλόμαζος, ον (Α) (για τη Δήμητρα στη Βοιωτία) μεγάλαρτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + μαζος (< μάζα), πρβλ. ολό μαζος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”